Η οξεία πτώση ακοής ή αιφνίδια κώφωση αποτελεί μία ταχεία μείωση της ακουστικής οξύτητας. Είναι συνήθως σημαντικού βαθμού, ενώ μπορεί να επέλθει έως και πλήρης κώφωση. Η βαρηκοΐα αυτή μπορεί να εμφανιστεί είτε άμεσα είτε με προοδευτική επιδείνωση μέσα σε χρονικό διάστημα έως και τριών ημερών. Συνήθως αφορά το ένα αυτί. Θεωρείται επείγουσα κατάσταση και ο ασθενής πρέπει να επισκεφτεί τον γιατρό το ταχύτερο δυνατόν.
Ο μέσος όρος ηλικίας των ασθενών κυμαίνεται στα 50 έτη, αλλά η πάθηση μπορεί να αφορά και μικρότερες ή και μεγαλύτερες ηλικίες. Τα δύο φύλα προσβάλλονται σε ίση αναλογία. Πιο συχνά οι ασθενείς παραπονιούνται για ένα αίσθημα πληρότητας στο ένα αυτί τους (μπούκωμα), και λιγότερο για βαρηκοΐα ή/ και εμβοές. Οι μισοί ασθενείς παράλληλα με τη βαρηκοΐα, εμφανίζουν και ίλιγγο ή αστάθεια.
Η έρευνα έδειξε ότι οι ασθενείς που υποφέρουν και από συμπτώματα ιλίγγου έχουν συνήθως χειρότερη πρόγνωση σε ό,τι αφορά την αποκατάσταση της ακοής τους σε σχέση με τους ασθενείς που πάσχουν μόνο από βαρηκοΐα. Επίσης, αρκετές μελέτες αναφέρουν ότι όσο πιο μεγάλη είναι η πτώση του νεύρου, τόσο δυσκολότερη είναι η πλήρης αποκατάστασή του. Εάν η έναρξη της θεραπείας καθυστερήσει για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 4 εβδομάδων, τότε οι πιθανότητες βελτίωσης είναι ελάχιστες. Αντίθετα, εάν ξεκινήσει έγκαιρα, μπορεί να επιτευχθεί ένα σημαντικό ποσοστό βελτίωσης έως και στο 80% των ασθενών, ενώ σε ορισμένους από αυτούς η αποκατάσταση της ακοής μπορεί να είναι και πλήρης.
Η συντριπτική πλειοψηφία των περιστατικών με οξεία πτώση ακοής είναι ιδιοπαθής, δηλαδή άγνωστης αιτιολογίας. Έχουν βέβαια αναφερθεί πάνω από 50 διαφορετικές αιτίες της αιφνίδιας κώφωσης, από απλά αίτια, όπως βύσμα κυψελίδας έως και νευρολογικές παθήσεις. Οι πιο δημοφιλείς θεωρίες είναι η ιογενής λοίμωξη, η διαταραχή του κυκλοφορικού συστήματος και τα αυτοάνοσα αίτια. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις πρέπει πάντα να αποκλειστούν σημαντικές παθήσεις, όπως '’οπισθοκοχλιακές’' βλάβες (ακουστικό νευρίνωμα, όγκος δηλαδή του νεύρου της ακοής), μηνιγγίωμα, χοληστερινικό κοκκίωμα ή μία απομυελυνωτική νόσος (σκλήρυνση κατά πλάκας).
Η διάγνωση γίνεται με ακοόγραμμα, όπου φαίνεται ότι η βαρηκοΐα είναι μονόπλευρη (προσβολή του ενός αυτιού) και νευροαισθητήρια, αφορά δηλαδή το νεύρο της ακοής. Όλοι οι ασθενείς πρέπει να υποβληθούν σε περαιτέρω απεικονιστικό έλεγχο (μαγνητική τομογραφία με σκιαστικό) ώστε να αποκλειστούν τυχόν όγκοι του ακουστικού νεύρου ή νευρολογικές παθήσεις. Η αξονική τομογραφία ή τα προκλητά δυναμικά χρησιμοποιούνται όταν οι ασθενείς δεν μπορούν να υποβληθούν σε εξέταση με μαγνητική τομογραφία, είναι όμως λιγότερο ευαίσθητες εξετάσεις όσον αφορά τη διάγνωση. Παρόλο που ο απεικονιστικός έλεγχος είναι πολύ σημαντικός, μπορεί να γίνει και σε δεύτερο χρόνο και δεν πρέπει να αποτελεί την αιτία καθυστέρησης της έναρξης της θεραπείας.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της οξείας πτώσης ακοής είναι η καθυστερημένη διάγνωση. Συνήθως οι ασθενείς προσέρχονται μετά από παρέλευση 3 ή και παραπάνω εβδομάδων, γιατί θεωρούν ότι το βούλωμα που αισθάνονται στο αυτί τους προέρχεται από ένα απλό κρυολόγημα ή από ένα σφηνωμένο βύσμα κυψελίδας. Η συνήθης φαρμακευτική θεραπεία της αιφνίδιας κώφωσης είναι η χορήγηση κορτιζόνης από το στόμα με σταδιακή απόσβεση. Η δοσολογία εξαρτάται από την εμπειρία του θεράποντα γιατρού και τη βαρύτητα της βαρηκοΐας.
Σημαντική πρόοδος στη θεραπεία επήλθε το τελευταίο διάστημα με τη χρήση ενδοτυμπανικών εγχύσεων κορτιζόνης στο πάσχον αυτί, τη χορήγηση δηλαδή διαλύματος κορτιζόνης διαμέσου της τυμπανικής μεμβράνης εντός της τυμπανικής κοιλότητας. Η μέθοδος αυτή είναι απλή, γίνεται στο ιατρείο, είναι σχετικά ανώδυνη και χωρίς επιπλοκές. Έχει αποδειχθεί ότι αυξάνει το ποσοστό επιτυχίας της θεραπείας σημαντικά, ειδικά όταν συνδυαστεί με τη χορήγηση κορτιζόνης και από το στόμα. Επίσης, η ενδοτυμπανική έγχυση κορτιζόνης ενδείκνυται για τη θεραπεία των ασθενών εκείνων που είναι αδύνατη η λήψη κορτιζόνης από το στόμα λόγω διαφόρων νοσημάτων (σακχαρώδης διαβήτης, οστεοπόρωση, ιστορικό γαστρορραγιών κλπ.). Συνήθως η ανταπόκριση στη θεραπεία φαίνεται αρκετά σύντομα, αλλά δεν αποκλείεται να επέλθει και αργότερα, μετά από την παρέλευση 2 ή και 3 εβδομάδων. Όσο πιο γρήγορη βέβαια είναι η ανταπόκριση στη θεραπεία, τόσο καλύτερη είναι και η πρόγνωση.
Πέρα από την κορτιζόνη, έχουν προταθεί και άλλες θεραπείες για την αιφνίδια κώφωση. Αυτές περιλαμβάνουν αντιικά και αγγειοδιασταλτικά σκευάσματα ή χρήση υπερβαρικού οξυγόνου. Καμιά όμως από τις παραπάνω θεραπείες δεν αποδείχθηκε αποτελεσματικότερη από την κορτιζόνη.
Μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας, οι ασθενείς πρέπει να εξακολουθούν να υποβάλλονται σε ακοολογικό έλεγχο για 1 έτος. Αρχικά κατά το 2ο μήνα, μετά τον 6ο και τέλος τον 12ο μήνα. Η παρακολούθηση δε βοηθά μόνο την καταγραφή της εξέλιξης της αιφνίδιας κώφωσης, αλλά και την διαπίστωση τυχόν επανεμφάνισης ή αναζωπύρωσης της νόσου ή ακόμα και την έναρξη απώλειας ακοής στο άλλο υγιές αυτί.
Έχετε περισσότερες ερωτήσεις; Επικοινωνήστε μαζί μας με email ή ελάτε να συζητήσουμε από κοντά.